- ακινητίνδα
- Αρχαίο ελληνικό παιχνίδι. Οι παίκτες συναγωνίζονταν ποιος θα μπορούσε να μείνει περισσότερη ώρα ακίνητος στην ίδια θέση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκινητίνδα — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)